λογογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
λογογράφος αρχαία ελληνική λογογράφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η λογογράφος
✦ συγγραφέας λογοτεχνικών έργων
✦ στην αρχαία ελληνική Ελλάδα, αυτός που συντάσσει δικανικούς λόγους με αμοιβή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–