λιποτακτώ


λιποτακτώ
Προφορά

Ετυμολογία
λιποτακτώ μεταγενέστερη ελληνική λιποτακτῶ

Ερμηνεία
λιποτακτώ

✦ κ. λιποταχτώ, -είς, -εί ρ. (λιποτάκτησα κ. λιποτάχτησα) εγκαταλείπω αυθαίρετα τις τάξεις του στρατού: λιποτάχτησε απ’ τον τούρκικο στρατό και πήγε στην Ελλάδα (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου σε αγώνα ιδεολογικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.