λιονταρής


λιονταρής
Προφορά

Ετυμολογία
λιονταρής λιοντάρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιονταρής

✦ ψευτοπαλικαράς, νταής: τις τύχες της Ελλάδας διηύθυνε ένας ανθρωπάκος με σώμα λιονταρή και ψυχή νάνου (Β. Μοσκόβης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.