λιμώττω


λιμώττω
Προφορά

Ετυμολογία
λιμώττω μεταγενέστερη ελληνική λιμώσσω -ττω

Ερμηνεία
ρήμα λιμώττω

✦ βασανίζομαι από πείνα, στερούμαι τα απαραίτητα για τη συντήρηση: οι λιμώττοντες πληθυσμοί της Άπω Ασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.