λιμός


λιμός
Προφορά

Ετυμολογία
λιμός αρχαία ελληνική λιμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιμός

✦ μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων
✦ σιτοδεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.