λιγνιτωρύχος


λιγνιτωρύχος
Προφορά

Ετυμολογία
λιγνιτωρύχος λιγνίτης + ορύσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λιγνιτωρύχος

✦ εργάτης λιγνιτωρυχείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.