λεπτός


λεπτός
Προφορά

Ετυμολογία
λεπτός αρχαία ελληνική λεπτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λεπτός -ή, -ό

✦ άπαχος
✦ αδύνατος, λεπτοκαμωμένος
✦ κομψός, λυγερός
✦ ο αποτελούμενος από μικρότατα μόρια
✦ (για υγρά) αραιός, υδαρής
✦ (για πρόσ.) ευπαθής, αδύνατος
✦ (για πράγματα) όχι στερεός, εύθραυστος
✦ (μτφ. για πρόσ.) ευγενικός, ευπροσήγορος, αβρός
✦ (για αισθήσεις) οξύς
✦ (για ήχους) οξύς, ψιλός
✦ (για οσμές) ευχάριστα ελαφρός
✦ (για έδαφος) όχι λιπαρός
✦ φρ. λεπτό πνεύμα, ευφυές, εύστροφο – λεπτή ειρωνεία, αδιόρατη, πολύ έντεχνη και δηκτική – λεπτό γούστο, αναπτυγμένη καλαισθησία

Συνώνυμα
ψιλός, φτενός ,ισχνός, λιπόσαρκος, λιγνός ,ψιλός, ψιλοκοπανισμένος ,λεπτόγειος
Αντίθετα
παχύς, χοντρός
Επιρρήματα
λεπτά (Κ λεπτώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.