λεκιάζω


λεκιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
λεκιάζω λεκές

Ερμηνεία
ρήμα λεκιάζω

✦ κηλιδώνω, λερώνω
✦ (κ. αμτβ.) κηλιδώνομαι, σχηματίζω λεκέδες: το άσπρο ύφασμα εύκολα λεκιάζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.