λειψός
Προφορά
Ετυμολογία
λειψός μεσαιωνική ελληνική λειψός, από το σύνθ. λείψανδρος, λειψόθριξ κ.τ.ό (υποχωρητ.)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λειψός -ή, -ό
✦ ελλιπής, όχι ολόκληρος
✦ ατελής
✦ λιποβαρής
✦ λιπόσαρκος, αδύνατος
✦ ανάπηρος στο σώμα ή το πνεύμα
✦ φτωχός, λιγοστός
✦ (για ψωμί ή φύραμα) άζυμος
Συνώνυμα
ξίκικος ,μισερός
Αντίθετα
ακέραιος ,γεμάτος ,σωστός ,μπόλικος
Επιρρήματα
–