λαοκάπηλος
Προφορά
Ετυμολογία
λαοκάπηλος λαός + κάπηλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαοκάπηλος
✦ αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται και εξαπατά το λαό: άξιος να σταθεί στο πλάι του λαού του προτού τον προλάβουν οι λαοκάπηλοι (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–