λέμφος
Προφορά
Ετυμολογία
λέμφος μεταγενέστερη ελληνική λέμφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λέμφος
✦ διάφανο υγρό που κυκλοφορεί σε ιδιαίτερα αγγεία του σώματος
✦ ολόκληρο το σύστημα των αγγείων, ιστών, γαγγλίων κτλ., στα οποία παράγεται και κυκλοφορεί το υγρό αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–