λάρνακα
Προφορά
Ετυμολογία
λάρνακα αρχαία ελληνική λάρναξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λάρνακα
✦ κιβώτιο όπου οι αρχαίοι Έλληνες απόθεταν πολύτιμα πράγματα και ειδ. τα οστά ή την τέφρα νεκρού
✦ θήκη αγίων λειψάνων
✦ νάρθηκας για τη σπονδυλική στήλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–