λάγιος


λάγιος
Προφορά

Ετυμολογία
λάγιος κατά Ανδριώτη, ίσως από το λαγός με αρχική σημ., αυτός που έχει το χρώμα του λαγού, γκρίζος• κατά G. Meyer, από το └αλβαν┘ laj (= ψαρός)• κατά Kr. Sandfeld, αρωμουν. laiu

Ερμηνεία
επίθετο┘ λάγιος -ια, -ιο

✦ που έχει μελανό τρίχωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.