κύκλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κύκλωμα αρχαία ελληνική κύκλωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κύκλωμα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, κύκλωση
✦ (φυσ.) ηλεκτρικό κύκλωμα, το σύνολο της ηλεκτρικής πηγής και των αγωγών της, που συνδέουν τους πόλους
✦ (μτφ. ) ομάδα προσώπων που αλληλοϋποστηρίζονται και δρουν συν. ιδιοτελώς για την επίτευξη των κοινών τους επιδιώξεων και την προστασία των κοινών τους συμφερόντων: στον τύπο λειτουργούν διάφορα κυκλώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–