κόμπος
Προφορά
Ετυμολογία
κόμπος αρχαία ελληνική κόμβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κόμπος
✦ το δέσιμο νήματος, σκοινιού, λωρίδας κτλ. και το εξόγκωμα που σχηματίζεται στο σημείο του δεσίματος
✦ (γεν.) κάθε εξόγκωμα
✦ ελάχιστη ποσότητα, σταγόνα: ρίξε δυο κόμπους λάδι στη σαλάτα – μ’ έναν κόμπο δροσιάς μες την καρδιά του (Ι. Γρυπάρης)
✦ σπασμός του οισοφάγου, δυσκολία στην αναπνοή ή στην κατάποση: μ’ έπιασε ένας κόμπος στο λαιμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–