κωλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
κωλώνω κώλος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κωλώνω
✦ οπισθοχωρώ, κάνω πίσω
✦ (μτφ. ) σταματώ μπροστά σε εμπόδιο, διστάζω να κάνω κάτι: ενώ συμφώνησε με όλες τις αποφάσεις του συλλόγου, όταν ήρθε η ώρα των έργων, κώλωσε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–