κρεοπώλης


κρεοπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
κρεοπώλης αρχαία ελληνική κρεοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κρεοπώλης

✦ θηλ. κρεοπώλισσα (Κ -λις, -ιδος) πωλητής κρέατος
✦ χασάπης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.