κρασοπουλειό


κρασοπουλειό
Προφορά

Ετυμολογία
κρασοπουλειό κρασί + πουλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κρασοπουλειό

✦ μαγαζί όπου πουλιέται κρασί, οινοπωλείο: στο κρασοπουλειό επήγαν για να φαν, να πιουν (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.