κοψομεσιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κοψομεσιάζω κόπτω + μέση
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοψομεσιάζω
✦ κουράζω κάποιον ώστε να τον πονέσει η μέση του
✦ προκαλώ με χτύπημα, δυνατό πόνο στη μέση
✦ (εύχρ. ιδ. στον παθ. τύπο) κοψομεσιάζομαι, κόβεται η μέση μου από υπερβολική κούραση, ή από φόρτωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–