κουράγιο
Προφορά
Ετυμολογία
κουράγιο └βενετ┘ coragio
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κουράγιο
✦ θαρραλέα αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων· φρ. κάνε κουράγιο, μη χάνεις το θάρρος σου – δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω: προσπαθούσα να της κάνω καρδιά, να της δώσω κουράγιο (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–