κουκκίδα
Προφορά
Ετυμολογία
κουκκίδα υποκορ. το αρχαία ελληνική κόκκος• άσχετο με το μεταγενέστερη ελληνική κοκκίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κουκκίδα
✦ στίγμα
✦ το σημάδι της τελείας
✦ (τυπογρ.) η μικρότερη εκτυπωτική μονάδα, αθροίσματα της οποίας δίνουν την οπτική εντύπωση της διακύμανσης των τόνων των εικόνων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–