κορτικοειδή
Προφορά
Ετυμολογία
κορτικοειδή πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου κορτικοειδής
Ερμηνεία
κορτικοειδή
✦ ουσ. ον. των διαφόρων σκευασμάτων της κορτιζόνης
✦ (φυσιολ.) οι ορμόνες που εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων και τα συνθετικά ανάλογα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–