κοντά
Προφορά
Ετυμολογία
κοντά μεσαιωνική ελληνική κοντά
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ κοντά
✦ (τοπ.) σε μικρή απόσταση
✦ φρ. από κοντά, κατά πόδας
✦ (χρον.) κατά, περίπου: γυρίσαμε κοντά τα μεσάνυχτα
✦ επιπλέον, εκτός από: κοντά στα άλλα είναι και τσιγκούνης
✦ σε σύγκριση με: τα λεφτά δεν είναι τίποτα κοντά στην υγεία
Συνώνυμα
σιμά
Αντίθετα
μακριά
Επιρρήματα
–