κολπίτιδα


κολπίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
κολπίτιδα κόλπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κολπίτιδα

(ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου του κόλπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.