κολοσσός
Προφορά
Ετυμολογία
κολοσσός αρχαία ελληνική κολοσσός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κολοσσός
✦ άγαλμα με υπερφυσικό μέγεθος
✦ καθετί το υπερβολικά μεγάλο: επιχείρηση κολοσσός
✦ (κ. για πρόσ.) ο εξαιρετικά ικανός ή ισχυρός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–