κνίδωση
Προφορά
Ετυμολογία
κνίδωση αρχαία ελληνική κνίδωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κνίδωση
✦ φαγούρα
✦ αλλεργική αντίδραση του δέρματος που χαρακτηρίζεται από έντονη φαγούρα και την εμφάνιση εξανθημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–