κλουαζονέ
Προφορά
Ετυμολογία
κλουαζονέ └γαλλ┘ cloisonné (=διαχωρισμένος• περιφραγμένος)
Ερμηνεία
κλουαζονέ
✦ άκλ. τεχνική των διακοσμητικών τεχνών κατά την οποία συγκολλούνται στη μεταλλική επιφάνεια λεπτές μεταλλικές λουρίδες πάνω στο περίγραμμα του σχεδίου και γεμίζονται με σμάλτο οι δημιουργούμενες κοιλότητες
✦ (κ. ως επίθ.) βάζο κλουαζονέ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–