κλίκα


κλίκα
Προφορά

Ετυμολογία
κλίκα └γαλλ┘ clique

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κλίκα

✦ ομάδα ατόμων που περιστοιχίζουν και κολακεύουν ισχυρό πρόσωπο ή αλληλοϋποστηρίζονται για να επιτύχουν ιδιοτελείς σκοπούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.