κηροπήγιο
Προφορά
Ετυμολογία
κηροπήγιο κηρός + πήγνυμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κηροπήγιο
✦ σκεύος για τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών: την εκκλησίαν αγαπώ… τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
καντηλέρι, μανουάλι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–