κεκαλυμμένος


κεκαλυμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κεκαλυμμένος αρχαία ελληνική κεκαλυμμένος, μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος καλύπτω

Ερμηνεία
κεκαλυμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) συγκαλυμμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κεκαλυμμένα (Κ κεκαλυμμένως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.