καψώνι
Προφορά
Ετυμολογία
καψώνι καψώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καψώνι
✦ άσκοπη σωματική ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονται, ιδ. οι στρατιώτες, από τους ανωτέρους τους
✦ παράλογη ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλεται κάποιος: όσο για το καθημερινό καψώνι της εφορίας… Όλα δείχνουν ότι με τίποτα δεν θα το γλιτώσουμε (Μ. Ελευθερίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–