καυχιέμαι
Προφορά
Ετυμολογία
καυχιέμαι αρχαία ελληνική καυχῶμαι
Ερμηνεία
καυχιέμαι
✦ κ. καυκιέμαι ρ. (καυχήθηκα· Κ καυχώμαι, -άσαι, -άται) παινεύομαι, μιλώ με περηφάνια για τον εαυτό μου: όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν, «τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–