κατηχώ
Προφορά
Ετυμολογία
κατηχώ μεταγενέστερη ελληνική κατηχέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατηχώ -είς, -εί
✦ μυώ σε δόγματα θρησκείας ή σε άλλα μυστικά: Τι έπραξες για την Εκκλησία του Χριστού; Κατήχησες άπιστους; (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–