καρτέρι


καρτέρι
Προφορά

Ετυμολογία
καρτέρι καρτερώ (υποχωρητ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καρτέρι

✦ ενέδρα
✦ φρ. φυλάω καρτέρι, παραμονεύω: έχω καιρό που σου φυλάω καρτέρι (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.