καρατόμηση


καρατόμηση
Προφορά

Ετυμολογία
καρατόμηση μεταγενέστερη ελληνική καρατόμησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρατόμηση

✦ αποκεφαλισμός
(μτφ. ) παύση, απόλυση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.