καραμανλίδικος


καραμανλίδικος
Προφορά

Ετυμολογία
καραμανλίδικος εθν. Καραμανλής, ο κάτοικος της Καραμανίας (= περιοχή της Ασίας που περιλάμβανε τα τμήματα της Λυκαονίας, της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας, της Ισαυρίας, της Καππαδοκίας και της Κιλικίας)

Ερμηνεία
επίθετο┘ καραμανλίδικος -η, -ο

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καραμανλήδες
✦ καραμανλίδικη γραφή ή πληθ. ουδ. καραμανλίδικα ως ουσ., η γραφή της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες, που χρησιμοποιούσαν οι τουρκόφωνοι Έλληνες της Καραμανίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.