καράτε
Προφορά
Ετυμολογία
καράτε από την ιαπωνική λ. karate (= άδειο χέρι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το καράτε
✦ είδος ιαπωνικής πάλης κατά την οποία χρησιμοποιούνται τα χέρια και τα πόδια για χτυπήματα, λακτίσματα, λαβές και αποκλείεται η χρήση οποιουδήποτε άλλου μέσου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–