καλύπτω


καλύπτω
Προφορά

Ετυμολογία
καλύπτω αρχαία ελληνική καλύπτω

Ερμηνεία
ρήμα καλύπτω

✦ σκεπάζω
(μτφ. ) προφυλάσσω, προστατεύω: η τέντα μάς καλύπτει απ’ όλες τις μεριές
✦ εξασφαλίζω: δεν καλύπτομαι με τέτοιου είδους εγγυήσεις
✦ (οικον.) ισοσταθμίζω: υπάρχουν ελλείμματα που πρέπει να καλυφθούν
✦ αποκρύβω, συγκαλύπτω: μην προσπαθείς να τον καλύψεις
✦ ικανοποιώ: πώς θα καλυφθούν τόσες ανάγκες;
✦ διατρέχω: οι δρομείς έχουν καλύψει τα πρώτα δέκα χιλιόμετρα
✦ (από το αγγλικά cover) στη δημοσιογραφία, ερευνώ και συλλέγω πληροφορίες για επίκαιρο θέμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.