καλλιτέχνιδα
Προφορά
Ετυμολογία
καλλιτέχνιδα αρχαία ελληνική καλλιτέχνης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καλλιτέχνιδα
✦ θηλ. καλλιτέχνιδα (Κ -χνις, -ιδος) πρόσωπο που ασκεί μία από τις καλές τέχνες (ζωγράφος, γλύπτης, μουσικός, ηθοποιός κτλ.)
✦ (κατ’ επέκτ.) άριστος τεχνίτης: επιπλοποιός αληθινός καλλιτέχνης
Συνώνυμα
αρτίστας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–