καλεσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
καλεσμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καλώ
Ερμηνεία
καλεσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. προσκαλεσμένος (σε γιορτή, γεύμα κτλ.): ήρθε στο γάμο καλεσμένος από το μέρος του γαμπρού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ακάλεστος
Επιρρήματα
–