καλειδοσκόπιο
Προφορά
Ετυμολογία
καλειδοσκόπιο └γαλλ┘ kaléidoscope
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλειδοσκόπιο
✦ οπτικό όργανο από αδιαφανή σωλήνα, που περιέχει κάτοπτρα τοποθετημένα έτσι ώστε να δημιουργούνται συμμετρικά σχήματα με πολλαπλές ανακλάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–