κακός
Προφορά
Ετυμολογία
κακός αρχαία ελληνική κακός
Ερμηνεία
κακός
✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) (συγκρ. χειρότερος, υπερθ. χείριστος κ. κάκιστος) (για πρόσ.) ο κατεχόμενος από κακία, μοχθηρός
✦ δύστροπος, ανάποδος
✦ ανάξιος, αδέξιος
✦ (για πράγμ.) ευτελής, ελαττωματικός, πρόστυχος
✦ (για καταστάσεις) βλαπτικός, επικίνδυνος, δυσμενής
✦ προσβλητικός, υβριστικός, απρεπής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άκακος, καλός, αγαθός ,καλοπροαίρετος, βολικός ,ικανός, επιτήδειος ,ευνοϊκός, επωφελής ,κόσμιος, ευπρεπής
Επιρρήματα
κακά κ.κακώς