καθοριστικός
Προφορά
Ετυμολογία
καθοριστικός μεταγενέστερη ελληνική καθοριστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καθοριστικός -ή, -ό
✦ που καθορίζει, που επηρεάζει αποφασιστικά την έκβαση έργου, προσπάθειας: καθοριστικοί παράγοντες – η συμβολή σου θα είναι καθοριστική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
καθοριστικά (Κ καθοριστικώς)