καθίζηση
Προφορά
Ετυμολογία
καθίζηση μεταγενέστερη ελληνική καθίζησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καθίζηση
✦ (γεωολ.) ολίσθηση εδάφους προς τα κάτω, βούλιαγμα
✦ (χημ.) συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα δοχείου
✦ (μτφ. ) ψυχική κατάρρευση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–