καημενούλης


καημενούλης
Προφορά

Ετυμολογία
καημενούλης υποκορ. του καημένος

Ερμηνεία
καημενούλης

✦ -ούλα, -ικο επίθ. ταλαίπωρος (εύχρ. ιδ. ως έκφραση συμπάθειας ή ειρωνείας): ο καημενούλης, του φόρτωσαν τόσα μαθήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.