καίω
Προφορά
Ετυμολογία
καίω αρχαία ελληνική καίω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καίω
✦ βάζω φωτιά
✦ καταστρέφω με τη φωτιά
✦ απολυμαίνω με τη φωτιά
✦ καυτηριάζω
✦ προκαλώ έγκαυμα ή φλόγωση
✦ προκαλώ μεγάλη λύπη, ανεπανόρθωτη ζημιά ή φλογερό πάθος
✦ (αμτβ.) έχω πυρετό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–