κάπνισμα
Προφορά
Ετυμολογία
κάπνισμα μεταγενέστερη ελληνική κάπνισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάπνισμα
✦ η ανάδοση καπνού από καιόμενη ύλη
✦ υποβολή στην επίδραση του καπνού
✦ (ειδ.) η ταρίχευση (ψαριών, κρεάτων κτλ.) με την επίδραση καπνού
✦ εισπνοή καπνού από τσιγάρο και η σχετική συνήθεια, το φουμάρισμα: αδύνατο να κόψει το κάπνισμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–