κάζο Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κάζοΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κάζο.mp3Ετυμολογίακάζο └ιταλ┘caso (= συμβάν) Ερμηνείαουσιαστικό└ουδέτερο┘ το κάζο ✦ ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό: μου ‘τυχε ένα κάζο, πού να σ’ τα λέω Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–