ιθύφαλλος
Προφορά
Ετυμολογία
ιθύφαλλος αρχαία ελληνική ἰθύφαλλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ιθύφαλλος
✦ στην αρχαιότ., ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου σε στύση που κρατούσαν ή φορούσαν οι μετέχοντες στις βακχικές γιορτές
✦ τραγούδι και χορός των βακχικών γιορτών
✦ (μτφ. ) λάγνος άνδρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–