ιεροδουλία


ιεροδουλία
Προφορά

Ετυμολογία
ιεροδουλία μεταγενέστερη ελληνική ἱεροδουλία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιεροδουλία

✦ η ιδιότητα, η κατάσταση της ιερόδουλης, πορνεία: οι φτωχές κοπέλες μετά από δύο τρία χρόνια ιεροδουλίας μπορούσαν εύκολα να παντρευτούν (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.